δυσανασχετεῖ

δυσανασχετεῖ
δυσανασχετέω
bear ill
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
δυσανασχετέω
bear ill
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδυσανάσχετος — η, ο [δυσανασχετώ] αυτός που δεν δυσανασχετεί ή δεν δυσανασχέτησε, ο βολικός, ο καλόβολος …   Dictionary of Greek

  • ακακοκάρδιστος — η, ο [κακοκαρδίζω] αυτός που δεν κακοκαρδίζει, που δεν δυσανασχετεί, ο πάντοτε ευχαριστημένος …   Dictionary of Greek

  • δυσανασχέτηση — η (AM δυσανασχέτησις) το να δυσανασχετεί κάποιος, η δυσφορία …   Dictionary of Greek

  • ευγνώμων — ον (ΑΜ εὐγνώμων, ον) 1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του 2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία αρχ. μσν. 1. καλόγνωμος, διαλλακτικός 2. επιεικής,… …   Dictionary of Greek

  • κακοπληρωτής — ο, θηλ. κακοπληρώτρια 1. αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα με δυσκολία, αυτός που δυστροπεί ή δυσανασχετεί στην εξόφληση τών χρεών του 2. παροιμ. «από κακοπληρωτή κι ένα σακί άχυρα» από δύστροπο οφειλέτη και το ελάχιστο είναι αρκετό …   Dictionary of Greek

  • υποδύσφορος — ον, Α [ὑποδυσφορῶ] αυτός που κάπως δυσανασχετεί ή αυτός που είναι κάπως ανυπόμονος …   Dictionary of Greek

  • Φλώρινας, νομός — Νομός (1.863 τ. χλμ., 54.768 κάτ.) της περιφέρειας δυτικής Μακεδονίας στο βόρειο τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τη Π.Γ.Δ.Μ., στα Α με τους νομούς Πέλλας και Κοζάνης, στα Ν με τους νομούς Κοζάνης και Καστοριάς και στα Δ με την Αλβανία. Πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • υπομονή — η το να υπομένει κάποιος, να ανέχεται, να μη δυσανασχετεί, να μη βιάζεται, η καρτερία: Έχει μεγάλη υπομονή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”